ἐπεισκυκλῶ

ἐπεισκυκλῶ
ἐπεισκυκλέω
roll
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπεισκυκλέω
roll
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐπεισκυκλέω
roll
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπεισκυκλέω
roll
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επεισκυκλώ — ἐπεισκυκλῶ, έω (Α) 1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπεισκυκλώ — έω, ΜΑ στοιβάζω, συσσωρεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεισκυκλῶ «στοιβάζω, συσσωρεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”